φίσκος

φίσκος
ο, ΝΜΑ
ο δημόσιος θησαυρός τού ρωμαϊκού κράτους, το δημόσιο ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fiscus «καλάθι, κοφίνι, βασιλικό, δημόσιο ταμείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φίσκος — fiscus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίσκον — φίσκος fiscus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίσκου — φίσκος fiscus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίσκῳ — φίσκος fiscus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φισκοσυνήγορος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο συνήγορος τού δημόσιου ταμείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίσκος + συνήγορος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. advocatus fisci] …   Dictionary of Greek

  • φισκούμαι — όομαι, Μ [φίσκος] υφίσταμαι κατάσχεση υπέρ τού δημόσιου ταμείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”